(ε)ξετάζω

(ε)ξετάζω
μετ.
1) рассматривать;

(ε)ξετάζω την αίτηση (τό ζήτημα) — рассматривать заявление (вопрос);

2) осматривать; проверять, контролировать; испытывать; обследовать, анализировать, исследовать;

(ε)ξετάζω τον άρρωστο — осматривать больного;

(ε)ξετάζω τό μηχάνημα — испытывать механизм;

(ε)ξετάζω την κατάσταση — анализировать положение;

(ε)ξετάζω από τα νύχια ως την κορ(υ)φή — осматривать с ног до головы;

3) допрашивать; расследовать;

(ε)ξετάζω τούς μάρτυρες — допрашивать свидетелей;

4) расспрашивать, выспрашивать;

(ε)ξετάζω τίς διαθέσεις τίνος — выведывать чьй-л. намерения;

5) экзаменовать, проверять;

(ε)ξετάζω στα μαθηματικά — экзаменовать по математике


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "(ε)ξετάζω" в других словарях:

  • καλο(ε)ξετάζω — καλο(ε)ξετάζω, καλο(ε)ξέτασα βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: καλο(ε)ξετάζω : σπάνια η παθητική φωνή …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • (ε)ξετάζω — εξέτασα, εξετάστηκα, εξετασμένος, μτβ. 1. βλέπω κάτι με προσοχή, ερευνώ προσεκτικά για ανακάλυψη της αλήθειας, ελέγχω κάτι για να το γνωρίσω ή να το καταλάβω καλά: Εξετάζω το καινούριο μηχάνημα. 2. (για δασκάλους), προσπαθώ με γραπτή ή προφορική… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»